-
1 διακλέπτω
A steal at different times,ὅσα δὲ διακέκλεπται D.27.12
; τὸ δὲ διακλαπὲν πολύ the number stolen [by the soldiers] and dispersed was great, Th.7.85, cf. Plu.Nic.27:—[voice] Med., steal away, LXX 2 Ki.19.3(4).III evade,τῇ ἀπολογίᾳ δ. τὴν κατηγορίαν Lys.26.3
;δ. τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις τὴν ἀλήθειαν D.29.5
; disguise,τῇ χάριτι τῆς συνθέσεως τὴν ἀνάγκην D.H.Comp.18
; pass in evasion of duty,τὸν λοιπὸν χρόνον τῆς ὑπατείας Id.10.54
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακλέπτω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский